Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

им путм

  • 1 обманный

    επ.
    απατηλός, απατητικός, κατεργάρικος, δόλιος•

    -ым образом δόλια•

    -ым путм με απάτη•

    -ые действия απατηλές ενέργειες.

    Большой русско-греческий словарь > обманный

  • 2 окольный

    επ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.) πλάγιος, πλευρικός, πλαϊνός•

    -ая дорога πλαϊνός δρόμος•

    - ые пути (μτφ.) πλάγια μέσα•

    -ым путм πλαγίως, με πλάγια μέσα.

    2. παλ. ο γύρω, ο πέριξ•

    -ые доми τα γύρω σπίτια•

    -ые деревни τα περίχωρα.

    Большой русско-греческий словарь > окольный

  • 3 окружный

    επ.
    1. παλ. ο γύρω, γειτονικός•

    -ые горы τα γύρω βουνά.

    2. (απλ.) πλαϊνός, πλευρικός, πλάγιος•

    -ым путм με πλάγιο δρόμο.

    Большой русско-греческий словарь > окружный

  • 4 свой

    своего α., своя, своей θ., своё, своего ουδ., πλθ. свои, своих.
    1. κτητική αντωνυμία• δικός μου, δική μου, δικό μου•

    свой надеть свое пальто ντύνω το πανωφόρι μου•

    любить свою родину αγαπώ την πατρίδα μου•

    он продал свою лошадь αυτός πούλησε το άλογο του•

    встать со своего места σηκώνομαι από τη θέση μου•

    сделать своими руками φτιάχνω με τα χέρια μου•

    я не живу в своём доме δε ζω στο σπίτι μου•

    я не говорю о вашем, а о своём деле δε μιλώ για τη δική σας υπόθεση, αλλά για τη δική μου•

    делайте своё дело κάντε τη δουλειά σας•

    это моя шляпа, поищи свою αυτή είναι η δική μου ρεπούμπλικα, ψάξε τη δική σου..

    2. συγγενής, οικείος•

    приехали свой из села ήρθαν οι δικοί μας από το χωριό•

    он свой человек в этом доме αυτός είναι από τους οικείους•

    я был у своих ήμουν στους δικούς•

    здесь все свой όλοι εδώ είμαστε δικοί (όχι ξένοι).

    || έμπιστος•

    свой человек δικός μας άνθρωπος (μίλα ελεύθερα).

    εκφρ.
    по-своему – α) όπως θέλω, -εις κ.τ.τ. β) κατά το δικό μου (σου, του κ.τ.τ.), γ) στη (μητρική) γλώσσα μου (σου, του κ.τ.τ,)• сам не свой; сама не своя δεν είμαι στα καλά μου•
    брать (взять) свое – πετυχαίνω εκείνο που θέλω (επιδιώκω)•
    сказать своё слово – μου περνάει ο λόγος μου•
    идти своей дорогой ή своим путм – πηγαίνω το δρόμο μου (πράττω, ενεργώ όπως εγώ θέλω)•
    рассказать своими словами – διηγούμαι με δικά μου λόγια•
    умереть своей смертью – πεθαίνω φυσιολογικά•
    остаться в своих – είμαι στα λεφτά μου (ούτε έχασα, ούτε κέρδισα αχσ. τυχερά παιγνίδια)•
    своих не узнаешь – (ως απειλή) δε θα δεις την πόρτα να φύγεις (θα τις μάσεις στα γερά).

    Большой русско-греческий словарь > свой

  • 5 сухой

    επ., βρ: сух, -а, -о; суше.
    1. ξηρός• στεγνός•

    -йе дрова ξηρά καυσόξυλα-сухойое сено ξηρό χόρτο•

    сухой порох στεγνή μπαρούτη•

    сухой хлеб ξηρό ψωμί•

    -йе глаза άκλαυτα μάτια•

    ветер ξηρός άνεμος (χωρίς υγρασία)•

    -ое лето ξηρό (άνυδρο) καλοκαίρι•

    -ое дерево ξηρό δέντρο (ξέρακας)•

    сухой кашель ξερόβηχας•

    плеврит ξηρή πλευρίτιδα•

    -йе волосы στεγνά μαλλιά.

    2. ξηραμένος• στεγνωμένος• διατηρημένος•

    -ая малина ξηραμένα σμέουρα•

    -йе фрукты ξηραμένα φρούτα•

    -ие овощи ξηραμένα λαχανικά•

    -ое молоко γαλακτόσκονη.

    3. αδύνατος, ισχνός, ξερακιανός•

    сухие ноги τα κανιά•

    -ая рука ξερακιανό χέρι.

    4. μτφ. αδιάφορος, άχαρος, απροσήγορος• τυπικός.
    5. μτφ. άτονος, χωρίς ζωντάνια.
    6. (αθλτ., παιγν.) νικώ κατά κράτος, χωρίς μα πάρει ούτε ένα πόντο•

    сделать -уго кому-Η, βγάζω κάποιον παρθένα (κατανικώ).

    εκφρ.
    - ое вино – γνήσιο και μη γλυκό κρασί•
    сухой лд – ξηρός πάγος•
    - ая гроза – μπουμπουνητό χωρίς βροχή•
    сухой пак – ξηρό σιτηρέσιο, ξηρή τροφή•
    - им путм – δια ξηράς (μετάβαση).

    Большой русско-греческий словарь > сухой

  • 6 убеждение

    ουδ.
    1. η πειθώ•

    слова -я λόγια πειθούς•

    он легко поддатся -ю αυτός εύκολα πείθεται•

    действовать путм -я ενεργώ με την πειθώ•

    метод -я μέθοδος της πειθούς.

    2. πεποίθηση• φρόνημα, ιδέα, δοξασία• αντίληψη•

    политические -я πολιτικές ιδέες•

    преследуют его за -я τον καταδιώκουν για τα φρονήματα•

    он каких -ий? τί ιδέες έχει; τι πρεσβεύει;

    Большой русско-греческий словарь > убеждение

  • 7 чистый

    επ., βρ: чист, чиста, чисто; чище.
    1. καθαρός, παστρικός (αλέρωτος)•

    -ое помещение καθαρός χώρος•

    чистый воздух καθαρός αέρας•

    -ая рубашка καθαρό πουκάμισο•

    -ые руки καθαρά χέρια.

    2. γιορτινός, επίσημος.
    3. που δε λερώνει•

    -ая работа καθαρή δουλειά.

    4. παλ. της ανώτερης κοινωνίας, σοϊλής, σοϊλίδικος.
    5. καλοφτιαγμένος, επιμελημένος•

    -ая работа επιμελημένη εργασία.

    || τελειωμένος ολοκληρωτικά.• -ая гайка ολοκληρωμένο περικόχλιο. || καθαρογραμμένος.
    6. ελεύθερος, απαλλαγμένος απο. || ασύννεφος, ασυνέφιαστος•

    чистый горизонт καθαρός ορίζοντας.

    7. αμιγής, γνήσιος•

    -ое золото καθαρό χρυσάφι•

    чистый спирт καθαρό οινόπνευμα•

    -ая шерсть καθαρό μαλλί, ολομάλλινος.

    || διαφανής• διαυγής•

    -ая вода καθαρό (λαγαρό) νερό.

    || (για ζώα) καθαρόαιμος•

    -ая порода καθαρή ράτσα•

    8. σαφής, ευκρινής, ευδιάκριτος•

    чистый голос καθαρή φωνή.

    || ευκατάληπτος, εύληπτος•

    -ое произношение καθαρή προφορά.

    9. μτφ. αγνός, τίμιος, άσπιλος•

    -ая душа καθαρή ψυχή•

    -ая любовь αγνή αγάπη.

    || παρθενικός, αθώος•

    -ая девочка αγνό κορίτσι.

    10. θεμιτός, έντιμος•чистыйые средства θεμιτά μέσα•

    -ым путм με την έντιμη οδό.

    || νέτος• καθαρός•

    чистый вес καθαρό βάρος•

    -ая прибыль καθαρό κέρδος•

    чистый доход καθαρό έσοδο.

    || ανυπόχρεος, μη χρεωμένος•чистыйое имение αχρέωτο κτήμα. || στερημένος παντελώς(περ ιουσίας)•

    теперь он чист τώρα πιαδεν έχει καθόλου περιουσία.

    11. πλήρης, παντελής•

    чистый вздор καθαρή ανοησία.

    12. πραγματικός, αληθινός, σωστός. || ίδιος, πανομοιότυπος•

    его лошади были белые как снег, -ые лебеди τα άλογα του ήταν άσπρα σαν το χιόνι, ίδιοι κύκνοι.

    13. αφηρεμένος, χωρίς πρακτική εφαρμογή•

    -ая наука καθαρή επιστήμη•

    εκφρ.
    - ое искусство – καθαρή Τέχνη (χωρίς περιεχόμενο), η Τέχνη για την Τέχνη•
    - ая отставкаπαλ. τελειωτική (οριστική) παραίτηση•
    чистый понедельник – η Καθαρή Δευτέρα•
    за -ые деньги ή за -ыми деньгами – σε μετρητά•
    на -ом воздухе – στον καθαρό αέρα.

    Большой русско-греческий словарь > чистый

См. также в других словарях:

  • ПУТМ — пункт управления устройства телемеханики …   Словарь сокращений и аббревиатур

  • ПУТМ — пункт управления устройства телемеханики …   Словарь сокращений русского языка

  • Заработная плата — (Wages) Важнейшее средство повышения заинтересованности работников Участие трудящихся в доле вновь созданных материальных и духовных благ Содержание Содержание. > заработная плата – это важнейшее средство повышения заинтересованности… …   Энциклопедия инвестора

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»